Πώς φιλιέται διαλεκτικά το Μονόγραμμα;

 

  Το μόνο που μου ανήκει από το παρακάτω κείμενο είναι η σύνθεση και η έμπνευση της θεματολογίας. Παριστάνω το μουσικό των λέξεων και παίρνω ήδη υπάρχουσες μελωδίες μετατρέποντάς τις σε κάτι καινούριο. Σε κάτι δικό μου και κάτι δικό σας. Καλοκαιρινά εμπνευσμένα αναγνώσματα που δεν μου πήγαινε καρδιά να παραθέσω σε μία απλή λίστα με το ποιες σελίδες να λερώσετε με άμμο και αντηλιακό και αλμύρα στις φετινές σας εξορμήσεις. Κάπως ασύνειδα κατόρθωσα να χτίσω καινούριες συγγένειες και κάπως μαγικά ένωσα την Αλεξάνδρα Κ* με τον Ελύτη και τον Γκάτσο και την Μαργαρίτα Λυμπεράκη – χωρίς να μπω καν στη διαδικασία να τους ρωτήσω ή χωρίς να μπορώ και να το κάνω. Ελπίζω το αποτέλεσμα να μην τους δυσαρεστήσει και ελπίζω το αποτέλεσμα να κατορθώσει να δημιουργήσει καινούριες και παλιές συγγένειες και σε σας.



  Από το πέλαγο ο μπάτης σιγοπνέει γεμάτος αρμυρές οσμές και αργοσαλεύει τα φύλλα των φοινικιών. Τώρα βλέπω τα ξανθά χωράφια και τα μπαΐρια του χωριού. Η ζέστα, όσο πήγαινε, δυνάμωνε. Βότσαλα, άνθρωποι, ομπρέλες, όλα ξεθωριασμένα, όλα ένα επίπεδο άσπρο. Το θέρος καλά κρατούσε στη γη ψήνοντας στο τηγάνι του μέσα ανθρώπους και ζώα. Για άλλη μια φορά αντίκριζε κανείς μία ατόφια σταγόνα της ζωής. Μες στα κλωνάρια ή στο γαλάζιο βάθος του ουρανού κοίταξα την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου. Τώρα θα μου πάρεις παγωτό;

  Στη χόβολη της καλοκαιριάτικης εκείνης ημέρας οι ξεχασμένοι στίχοι των ποιημάτων αναγκαστικά παραλείπονται. Όμως το κεφάλι του νεκρού ψαριού προβάλει ακριβώς πίσω από το δικό του. Την πρώτη φορά που έβαλε ένα κοχύλι στο αυτί του με ρώτησε: Σε ποιον μιλάει η θάλασσα; Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει; Πολλές ερωτήσεις και κανείς να μου φέρει παγωτό. Μ’ ακούς; Βρες γκόμενα! Πήγαινε για ψάρεμα. Αυτή ήταν, μπορώ να πω, η μοναδική μανία μου την εποχή εκείνη. Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;

  Ήταν η εποχή που δεν είχα ξυπνήσει ακόμη στη ζωή, που η ψυχή μου ήταν όλο ένστικτο και πρωτογενείς ορμές. Έσκυβα και έβρεχα το στήθος μου με τις παλάμες μου. Μία κατάσταση επισφαλής, επιρρεπής απολύτως σε πτώση ή κατακρήμνιση. Μετά εκείνο έσταζε υγρασία και γυάλιζε σαν δέρμα ψαριού. Ψαριού που βουτάει στα σεντόνια με την αρμύρα. Ψαριού με άσπρα μαλλιά και πικραμένο χαμόγελο, ποιος ξέρει από τι ανεκπλήρωτους πόθους. Κι έπειτα εξακολούθησα να τρώω. Σκέφτομαι. Ποιον πενθεί; Που πέθανε πέρυσι προτού προλάβει καλά – καλά να ανατείλει. Σκέφτομαι. Μήπως πρέπει να φτιάξω κόλυβα; Ένα χρόνο παραμένει νεκρό το φαγητό μου.

  Όσο σκέφτεσαι θα μπει Ιούνιος. Του επόμενου έτους. Μια σουρικάτα πλανιέται πάνω σπ’ το κεφάλι μου, τα σεντόνια νωπά. Έμοιαζε με πλήξις θερινή Παγκρατίου με μοναδική διαφορά το καρπούζι φαγωμένο στον παχύ ίσκιο από κάτω. Κοίταξα από το παράθυρο. Τι είχε συμβεί εκεί έξω; Κάθε φορά που διέσχιζα το τζάμι, νόμιζα ότι θα κατόρθωνα να αντικρίσω ένα λεπτό νήμα ζωτικού φωτός. Το λιοπύρι, τώρα, ήταν πολύ δυνατό, και θα το αισθανόμουν ακόμη περισσότερο, αν ήμουν εντελώς μόνος. Δεν ήμουν όμως. Πρόγονοι στέκουν μαραμένοι απέναντι στο φως και ψάρια σπαρταρούνε στα πόδια τους και πάνε να πιαστούν στο δίχτυ. Ψάρια από ‘δω, πουλιά από ‘κει. Πράσινο μπλε, πράσινο μπλε νερό. Και να παίζει με το άπρο και το κυανό η ψυχή μου. 

  Αγαπώ το νερό μ’ ένα μπερδεμένο πάθος: εκείνη, κι ας είναι τεράστια, ανταριασμένη και ανίκητη - τριγύρω η θάλασσα δεσποτική – τη χωρίζομαι στα δύο και αναπνέω μισή γυναίκα και μισή κάποιο ζώο. Ζω μέσα της! Γοργόνες, βέβαια, δεν υπάρχουν. Εμένα που με βλέπεις είμαι ένας ακόμη μαλάκας. Ακολουθούν πίσω μου στο ίδιο βιολί σιέλ, γαλάζιο, μπλε σκούρο. Κομμάτια από μπλε χοντρό χαρτί με κάπως γυαλισμένη τη μία τους επιφάνεια. Μια γαλάζια Χίμαιρα με φτερά ανοιγμένα είναι. Εκείνη που θέριευε πίσω απ’ το απλωμένο σεντόνι. Σαν πυροτέχνημα μέσα στο χώμα ήταν η πουτάνα. Μια χρυσή φλόγα μέσα της. Έχεις δίκιο…

  …φιλιούνται! Το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο. Όμως εκείνους τους συναντάμε συχνά στις όχθες, όπου αρέσκονται να παίζουν γλιστρώντας στα λασπόνερα. Στα γρήγορα αλλά τους αγαπούσαμε. Θέλω να βγούμε μαζί τους γυμνοί στα ποτάμια. Αλλά ξέχασαν πως το γαλάζιο δεν είναι πάντα γαλάζιο όστρακο. Θα πεθάνουν. Κι εκείνος ίδρωσε, λαχάνιασε. Πού τους ήξερε όλους αυτούς και πώς μπορεί κανείς να τρώει αχλάδια όταν είναι ένα βοτσαλάκι; Εγώ, άμα ήμουν αχινός και έβλεπα έναν άλλο αχινό μέσα σ’ όλο αυτό τον βυθό, θα χαιρόμουν πολύ και θα ήθελα από τη χαρά μου να τον φιλήσω. Και μένουν μόνοι. Την παραμονή το βράδυ είχαμε χαϊδέψει τα μπουμπούκια τους που ήταν ακόμη σκληρά. Φτάνει ν’ ανθίσουν μόνο. 

  Η ζωή μου χαμογελάει. Όλα γυμνά τριγύρω μας, όλα γυμνά εδώ πέρα. Δαγκώνω ένα δαμάσκηνο και τον ακούω να μου ψιθυρίζει στο αυτί: Είναι κρύο; Είναι ζουμερό; Ύστερα ανεβαίνεις στη μηχανή του και σε πάει στη Σέριφο για μπάνια. Στρίψε πιο δεξιά, να μου κρύψεις τον ήλιο. Έκανε αυτό που μπορούσε να κάνει. Ήταν κυριολεκτικά ευτυχισμένος. Μαγιό βερμούδα και σαγιονάρες και στέκεται πάνω σε ένα βράχο. Χύσια – Αλάτια ένα.  Σκέφτηκα να σηκωθώ και να τον πνίξω στη θάλασσα. Όμως αυτή παρέμενε η ευθεία γραμμή που τον ένωνε με τη φύση και με το σώμα. Και τότε γεννιέσαι και πάλι. Μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη. Και μην γελάς και μην κλαις και μην χαίρεσαι. Σε φιλμάκι των οκτώ χιλιοστών αποτυπωμένο περίμενε να ξετυλιχτεί και να παίξει στα μάτια μας ένα καλοκαίρι και το δειλό έμπα του φθινοπώρου κάποιας χρονιάς. 

Ίσως δεν είμαι μεγάλος ποιητής τελικά. Ίσως να μείνω να γαμήσω.


 Παρακάτω παρατίθεται αλφαβητικά ο κατάλογος των βιβλίων από τα οποία αντλήθηκαν αποσπασματικές φράσεις:

>Αμοργός, Νίκος Γκάτσος, εκδόσεις Πατάκη

>διαλεκτική, Γιώτα Τεμπρίδου – Χρήστος Κολτσίδας, εκδόσεις Ακυβέρνητες πολιτείες

>Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας, Αλεξάνδρα Κ*, εκδόσεις Πατάκη

>Εποχιακός Διανομέας, Νώντας Τσίγκας, εκδόσεις Πανοπτικόν

> Η Μεγάλη Χίμαιρα, Μ. Καραγάτση, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»

>Ημερολόγια κυνηγών, Ναπολέων Λαπαθιώτης – Γκυ ντε Μωπασάν, εκδόσεις κυαναυγή

>Πώς φιλιούνται οι αχινοί, Αλεξάνδρα Κ*, εκδόσεις Πατάκη

>Τα ψάθινα καπέλα, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, εκδόσεις Καστανιώτη

>Τεχνικές κολύμβησης, Ελίζα Παναγιωτάτου,  εκδόσεις αντίποδες

>Το Μονόγραμμα, Οδυσσέας Ελύτης, εκδόσεις Ίκαρος

 Γράφει η Μαργαρίτα Δροσίνη!

Σχόλια