"Για παντα μαζι"

 



Γράφει η Αγγελική Τζολοπουλου!

“Δεν είναι πολύ όμορφη η μέρα σήμερα;, είπε απολαμβάνοντας τις ηλιαχτίδες που έμπαιναν από τα παράθυρο, φωτίζοντας το πρόσωπο τους και τον κόκκινο καταρράκτη που έπεφτε ανέμελα την πλάτη της. “Είναι όμορφη μέρα για μια βόλτα στην παραλία, τι λες; Σαν αυτές που πηγαίναμε… παλιά. Θυμάσαι;” Συνέχισε για λίγο ακόμα να αγναντεύει το υπέροχο και ηλιόλουστο τοπίο έξω από το παράθυρο, με ένα σχεδόν παιδικό χαμόγελο να απλώνεται στα κόκκινα χείλη της.

Η μέρα ήταν όμορφη και τίποτα δεν προμήνυε τι είχε συμβεί λίγες στιγμές πριν σε εκείνο το σπίτι. “Και σίγουρα, είναι πολύ άσχημη μέρα για να πεθάνει κανείς. Κρίμα.” Γύρισε και κοίταξε το αγόρι που κειτόταν , πλέον νεκρό, λίγα μέτρα πιο πέρα. Η εικόνα αυτή της έκανε να χαμογελάσει ακόμα πιο πλατιά, και περπάτησε με αργά βήματα προς το μέρος του, γονατίζοντας δίπλα του. “ Όλα είναι καλά τώρα. Στο είχα πει, σε λίγο όλα θα είναι καλύτερα. Τώρα δεν πονάς πια, έτσι δεν είναι;”, είπε καθώς τον χάιδευε στο μάγουλο, και κοιτάζοντάς τον με βλέμμα γεμάτο αγάπη. Συνέχισε να τον χαζεύει για πολύ ώρα. Αχ, πόσο της άρεσε να τον κοιτάει στα μάτια. Ειδικά τώρα. Τελευταία, κάθε φορά που την κοιτούσε, διέκρινε στο βλέμμα του τρόμο. Δεν ήθελε να την φοβάται. Αυτή ό,τι έκανε, το έκανε για το καλό τους, για να είναι για πάντα μαζί. Ακριβώς όπως της είχε υποσχεθεί. Μια υπόσχεση που θα κρατούσε, ήθελε δεν ήθελε! “Είσαι παγωμένος. Κρυώνεις;”, τον ρώτησε και για λίγες στιγμές περίμενε απάντηση, ώσπου συνειδητοποίησε, πως ο άνθρωπος που αγαπούσε, δεν είχε σκοπό να της απαντήσει. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Οπότε σηκώθηκε από το πάτωμα και πήγε προς τον καναπέ, σιγομουρμουρίζοντας τον σκοπό του αγαπημένου τους τραγουδιού, για να πάρει μια κουβέρτα. Αφού τον σκέπασε, του χάιδεψε το στήθος γεμίζοντας την παλάμη της με το αίμα του. Έμεινε να κοιτάει για λίγη ώρα το κόκκινο χέρι της. Έτσι όπως το χτυπούσαν οι ακτίνες του ηλίου, φαινόταν απόκοσμα όμορφο. Οτιδήποτε δικό του ήταν όμορφο. Έγραψε με το αίμα, στο πάτωμα, τα ονόματά τους και από δίπλα ζωγράφισε μια καρδιά.

“Στο είχα πει, δεν χρειάζεται να φωνάζεις και να κλαις, όλα πήγαν μια χαρά. Και σε λίγο, θα έρθω να σε βρω και τίποτα δεν θα μπορεί να μας χωρίσει. Για πάντα μαζί. Τώρα το κατάλαβες, φαντάζομαι, πως δεν έπρεπε να μου πεις να χωρίσουμε. Δεν πειράζει, όμως, σε συγχωρώ. Το ξέρω ότι με αγαπάς, όσο σε αγαπάω κι εγώ.’ Προχώρησε πως το τραπέζι, με τα τακούνια της να αντηχούν σε ολόκληρο το σπίτι. Με το δεξί της χέρι, κράτησε το πιστόλι και με το άλλο πήρε ένα τριαντάφυλλο από το βάζο και το μύρισε. “Δεν μου έχεις θυμώσει για αυτό που έκανα, έτσι; Το καταλαβαίνεις, πως ήταν ο μόνος τρόπος να είμαστε μαζί. Ο μόνος τρόπος να σε κάνω να καταλάβεις πως πρέπει να είμαστε μαζί. Ο μόνος τρόπος να ξεφύγουμε από τον κόσμο και τα πικρόχολα σχόλιά του, που σου έλεγαν πως χρειάζομαι βοήθεια! Μόνο εσένα χρειάζομαι…” Ξάπλωσε δίπλα του, και έσφιξε το τριαντάφυλλο, ώσπου τα αγκάθια του έσκισαν την σάρκα της, και το αίμα της ανακατεύτηκε και το δικό του. Έφερε το πιστόλι στον κρόταφό της. “Για πάντα μαζί” Και τράβηξε την σκανδάλη.


Το παρόν κείμενο πρώτα δημοσιεύτηκε στο Πυθαγόρειο θεώρημα: διαβάστε εδώ

Σχόλια